για τον κόσμο:
λιμοκοντόρος (αρσενικό)
παρωχημένος και μειωτικός χαρακτηρισμός νεαρού, που ντύνεται και συμπεριφέρεται επιτηδευμένα και επιδεικτικά και παριστάνει τον γόη
Συνώνυμα:
- τζιτζιφιόγκος
- δανδής
- κομψευόμενος
- φλώρος
...για όλους εσάς
απλά ένας Έλληνας blogger!
6 comments:
Χμ;
Λείπω πολλές μέρες;
Που πας πείτε μου!
Γιατί ρε γμτ;
Φιλί κοραλένιο, όπου κι αν πας....
Τι έγινε βρε παιδί;;;;
Τι κι αν είσαι λιμοκοντόρος... εμείς σε αγαπήσαμε!
Που πας και μας αφήνεις μόνους μ' έναν τεντυμπόιιιιιι... λίγμ!
pou?
pou?
ante apoxeretw kai gw mwre me tous beatles...
Δημοσίευση σχολίου